- αποδιαφωτίζω
- (Μ ἀποδιαφωτίζω)(για την ημέρα) αρχίζει να ξημερώνει, χαράζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδιαφωτίζω — Ν αποδιαφωτίζω, αρχίζω να φωτίζω («κι η μέρα ποδιαφώτισε, κι ήρθαν τού ηλιού οι αχτίνες», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποδιαφωτίζω «αρχίζω να φωτίζω», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek